- θεατρικήν
- θεᾱτρικήν , θεατρικόςoffem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
позоратаискъ — (1*) пр. Предназначенный для зрелищ: не кѹщю же позоратаискѹ цр҃квь. ли келию створимъ. и съ смѣхы. и повѣстьми. въ врѣмѧ мл҃твы б҃ви престо˫атi. (ϑεατρικήν) ПНЧ 1296, 130 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Τσουκαλάς, Διονύσιος — Λόγιος, δάσκαλος και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Καταγόταν από τη Ζάκυνθο. Μετέφρασε τον Ξέρξη του Μεταστάσιου. Έγραψε την Πράξιν θεατρικήν, το Παράπονον θλιβερόν (Κέρκυρα, 1825) και διάφορες ωδές και τραγωδίες … Dictionary of Greek